- ύδρα
- Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και λεπτών πλοκαμιών, τα οποία χρησιμεύουν για συλληπτήρια όργανα.
Στο κάτω άκρο βρίσκεται ο ποδικός δίσκος, που παίζει το ρόλο βεντούζας, με την οποία το ζώο προσκολλάται σε σταθερές επιφάνειες. Το εσωτερικό μέρος του σώματος της υ. αποτελείται μόνο από την πεπτική κοιλότητα. Η ύ. δεν έχει επίσης αναπνευστικά κυκλοφορικά, εκκριτικά και αισθητήρια όργανα καθώς και νευρικό σύστημα. Τα τοιχώματα του σώματός της αποτελούνται από το εξώδερμα και το ενδόδερμα, στο ενδιάμεσο των οποίων υπάρχει μια μεσόγλοια ουσία. Πάνω στο εξώδερμα βρίσκονται τα μυϊκά, νευρικά και ερεθιστικά κύτταρα. Με τα μυϊκά, η ύ., όταν ενοχλείται, συστέλλεται και γίνεται μια μικρή σφαιροειδής μάζα, τα πλοκάμια της οποίας συστέλλονται επίσης και γίνονται αόρατα. Όταν η ύ. αμύνεται, χύνει ένα δηλητηριώδες υγρό από τα πλοκάμια της, με το οποίο ναρκώνει το θύμα και μετά το φέρνει στο στόμα της. Η ύ. πολλαπλασιάζεται με εκβλαστήσεις και με γένη. Αξιοσημείωτη είναι η αναγεννητική ικανότητά της που διαπιστώθηκε με τα περίφημα πειράματα του Τρεμβλέ. Τα πειράματα αυτά απέδειξαν ότι από μικρά κομμάτια του σώματος της ύ., που περιλαμβάνουν και τα δυο στρώματα του δέρματός της, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ένα τέλειο ζώο. Γνωστότερα είδη είναι η ύ. η πράσινη, που ζει σε όλη την Ευρώπη, η ύ. η κοινή και η ύ. η τεφρά. Άλλα είδη υ. ζουν σε διάφορα μέρη της Βόρειας Αμερικής.
Ύδρα, κοιλεντερωτό υδρόζωο της οικογένειας των Υδριδών, που ζει στα γλυκά νερά. Το σώμα της έχει μήκος μόλις 15 χλστ.
* * *η / ὕδρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὕδρη και ὕδρος, ὁ, Α1. ονομασία υδρόβιου φιδιού, το νερόφιδο2. ως κύριο όν. η Ύδρααστρον. ο πιο εκτεταμένος αστερισμός τής ουράνιας σφαίρας, ο οποίος αρχίζει από το βόρειο ημισφαίριο και φθάνει στο νότιο ώς τον αστερισμό τού Ζυγού και ο οποίος, κατά την ελληνική μυθολογία, συμβολίζει τη Λερναία Ύδρα3. φρ. «Λερναία Ύδρα» — βλ. Λερναίοςνεοελλ.ζωολ.1. γενική ονομασία τών μοναχικών σαρκοφάγων υδροζώων τού γλυκού νερού τής τάξης ή υπόταξης γυμνοβλαστικά ή αθηκωτά, τα οποία απαντούν μόνον με τη μορφή πολύποδα και τα οποία έχουν μεγάλη αναγεννητική ικανότητα, από όπου και ο μύθος τής Λερναίας Ύδραςαρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) «χέρουδρος»2. μτφ. η ζήλεια ή η κακία3. παροιμ. α) «ὕδραν τέμνειν» — δηλώνει ματαιοπονία, επειδή, όπως πιστευόταν, από κάθε κομμένο τμήμα τού παραπάνω ζώου προέκυπταν δύο κεφάλια, δύο νέα ζώαβ) «ἐκτέμνειν ὕδραν» — δηλώνει την επιτέλεση ενός δύσκολου ή εξαιρετικά σύνθετου έργου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- τού ὕδωρ* + κατάλ. -α].
Dictionary of Greek. 2013.